- τετράκλιμος
- τετρά-κλιμος, nach od. unter allen vier Himmelsstrichen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τετράκλιμος — ον, Μ 1. αυτός που εκτείνεται προς όλα τα μέρη τού ορίζοντα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τετράκλιμος (ενν. χώρα) τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα, όλη η γη («πᾱσαν τὴν τετράκλιμον διελθών», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κλιμος (< κλῖμα «σημείο… … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek